ακαθιέρωτος

ακαθιέρωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν καθαγιάστηκε: Η εκκλησία τελείωσε, αλλά είναι ακόμη ακαθιέρωτη.
2. αυτός που δεν καθορίστηκε επίσημα: Αυτή η γιορτή ήταν τότε ακαθιέρωτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακαθιέρωτος — η, ο (Α ἀκαθιέρωτος, ον) [καθιερώνω] 1. ακαθαγίαστος* 2. αυτός που δεν έχει καθιερωθεί, θεσμοθετηθεί ή αναγνωριστεί επίσημα με συνεχή χρήση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”